- τριακοστόδυος
- -ον, ουδ. πιθ. γρφ. και τριακοστόδιν, Α1. ο τριακοστός δεύτερος2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριακοστόδυοντο ένα τριακοστό δεύτερο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τριακοστός + δύο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριακοστόδυον — τριακοστόδυος thirty second masc/fem acc sg τριακοστόδυος thirty second neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)